Οι σαρδέλες της οργής

ΝΕΑ 25/01/2020

Η Μπολόνια είναι η πόλη του Λούτσιο Ντάλλα και του Ρομάνο Πρόντι. Η πόλη της τέχνης (αλλά ποια ιταλική πόλη δεν είναι πόλη της τέχνης) και της πολιτικής, στην αριστερόστροφη μάλιστα εκδοχή της. Η «Κόκκινη Μπολόνια», θέατρο του μεγαλύτερου τρομοκρατικού χτυπήματος στα «χρόνια του μολυβιού» (1980, 85 νεκροί από την ανατίναξη του σιδηροδρομικού σταθμού από τους νεοφασίστες), ακλόνητο προπύργιο της ιταλικής Αριστεράς και της αντίστασης στα διαδοχικά κύματα του λαϊκισμού αλ ιταλιάνα: Μπερλουσκόνι, 5 Αστέρια, Σαλβίνι. Αυτό το προπύργιο έμοιαζε να κινδυνεύει να πέσει στις κρίσιμες περιφερειακές εκλογές της 26ης Ιανουαρίου 2020. Ώσπου, και ώστε, να αναλάβουν δράση 4 τριαντάρηδες.

Ο Ματία Σαντόρι, 32 ετών, είναι πτυχιούχος πολιτικών επιστημών. Ο Ρομπέρτο Μορότι, 31 ετών, μηχανικός. Η Τζούλια Τραπολόνι, 30 ετών, φυσιοθεραπεύτρια. Ο Αντρέα Γκαρέφα, 30 ετών, ξεναγός. Τα αγόρια είναι αξύριστα, το κορίτσι έχει φωτεινό χαμόγελο, όλοι έχουν συμπαθητικά πρόσωπα, άσπρα δόντια, αγάπη για την Ιταλία κι απέχθεια για τις δυνάμεις που πάνε να της ρουφήξουν τη σπιρτάδα και τον πολιτισμό. Μετά από μια ολονύχτια συζήτηση, κατάλαβαν ότι έχουν και κάτι άλλο κοινό: δεν μπορούσαν ν’ αφήσουν το Σαλβίνι, τον προς στιγμήν εκτός εξουσίας αλλά πάντα προηγούμενο στις δημοσκοπήσεις αρχηγό της ξενοφοβικής Λέγκας, να κάνει ανενόχλητος επίδειξη δύναμης στην πόλη τους, την Κόκκινη Μπολόνια. Συγκέντρωση ο Σαλβίνι στις 14 Νοεμβρίου σε μια κλειστή σάλα, ανοιχτή συγκέντρωση εκείνοι την ίδια ώρα. 5.570 θέσεις η σάλα που φιλοδοξούσε να γεμίσει ο Σαλβίνι, 6.000 ο δικός τους στόχους. Κομματική συγκέντρωση ο Σαλβίνι, αυθόρμητο flash mob, όπως λέγεται στα ιταλικά (τα μισά ιταλικά είναι σήμερα αμερικανικά), εκείνοι. Εξ ου και το όνομα: «σαρδέλες», γιατί πολλοί, κολλημένοι μεταξύ τους και ειρηνικοί.

Στο μέσω φέισμπουκ («seimila sardine») και από στόμα σε στόμα κάλεσμα του Ματία, του Ρομπέρτο, της Τζούλια και του Αντρέα, μαζεύτηκαν, την κρύα νύχτα της 14ης Νοεμβρίου 2019, στην Πιάτσα Ματζόρε, με κεριά και με τραγούδια και με ζωγραφιές, 15.000 άτομα. Οι σαρδέλες ξεχείλισαν, η σελίδα στο φέισμπουκ μονιμοποιήθηκε, οι 4 είχαν κάτι αγγίξει. Η ιστορία θα μπορούσε να τελειώσει εδώ: μια πετυχημένη συγκέντρωση κατά του Σαλβίνι σε μια πόλη ούτως ή άλλως μη φιλική στο Σαλβίνι, μια αυθόρμητη και συμπαθητική εκτόνωση και μετά επιστροφή στην κανονική ζωή, στα γραψίματα, στα σχέδια, στα πονεμένα γόνατα, στα αξιοθέατα της πόλης, στο μοναδικό, ακόμα και μέσα στην κρίση, ακόμα και υπό τη σκιά του Σαλβίνι, ιταλικό φαρνιέντε (που έχει μέσα του τόσα πράγματα). Όμως οι 4 ήταν και πολύ επιδέξιοι και αρκετά τυχεροί.

Επιδέξιοι, γιατί δεν έκατσαν στ’ αυγά τους: κατοχύρωσαν αμέσως ως σήμα κατατεθέν τη σαρδέλα (γιατί δεν υπάρχει τίποτα σημαντικότερο στην πολιτική από ένα καλό σήμα), πήραν αμέσως την ευλογία του πρώην Πρωθυπουργού Ρομάνο Πρόντι, καθώς και του Γραμματέα του Δημοκρατικού Κόμματος Νικόλα Τζινγκαρέτι (γιατί είναι σημαντικό να σε στηρίζουν κάποιοι επιφανείς τους οποίους ετοιμάζεσαι να αφήσεις πίσω), ξεκίνησαν αμέσως την οργάνωση της επόμενης συγκέντρωσης (γιατί ο Σαλβίνι δεν απειλούσε μόνο στη Μπολόνια), άρχισαν να γεμίζουν αμέσως τις οθόνες της τηλεόρασης και των μέσων δικτύωσης με την ωραία ιταλόφατσα του άτυπου αρχηγού του Ματία Σαντόρι (γιατί ένα πρόσωπο που «γράφει» είναι μεγαλύτερο ατού από χίλιους καλογραμμένους λόγους). Κι ήταν και τυχεροί, γιατί ο Σαλβίνι τους απάντησε με κακό χιούμορ («προτιμώ τις γάτες που τρώνε τις σαρδέλες») και γιατί η στιγμή, και η χώρα τους, διψούσαν για λίγο φρέσκο αέρα.

Στη Μόντενα, στις 18 Νοεμβρίου, στην Πιάτσα Ντουόμο, μαζεύτηκαν 7.000 σαρδέλες. Στο Παλέρμο, στις 22 Νοεμβρίου, στην Πιάτσα Βέρντι, 8.000. Στην Πάρμα, στις 25 Νοεμβρίου, στην Πιάτσα Ντουόμο, 9.000. Στη Φλωρεντία, στις 30 Νοεμβρίου, στην Πιάτσα ντέλα Ρεπούμπλικα, 30.000 και, την ίδια μέρα, στη Νάπολη, στην Πιάτσα ντελ Τζεζού, 10.000. Στο Μιλάνο, την 1η Δεκεμβρίου, στην Πιάτσα Μερκάντι, υπό βροχήν, 25.000. Στο Τορίνο, στις 10 Δεκεμβρίου, στην Πιάτσα Καστέλο, 40.000. Και στις 14 Δεκεμβρίου, ένα μήνα μετά την «ίδρυση» τους, στη Ρώμη, στην Πιάτσα σαν Τζοβάνι, μαζεύτηκαν πάνω από 100.000 άνθρωποι. Στις αναγεννησιακές πλατείες της Ιταλίας, με τα ονόματα και υπό τα βλέμματα καθεδρικών ναών, αγίων, μουσικών, του Ιησού και των εμπόρων, υπό τους ήχους του Μπέλλα Τσάο και του εθνικού ύμνου, ένα κίνημα, αυθόρμητο όσο και βαθύ, γιορτινό όσο και σοβαρό, γεννιόταν. Ή μήπως ένα κόμμα, στο άνυδρο, από αυτή την άποψη, ιταλικό πεδίο; Οι σαρδέλες προς το παρόν λένε «όχι», αλλά τι θα πει η ίδια η ζωή;

Σε τι απαντούν άραγε οι σαρδέλες; Στο πώς κυβερνιέται μια χώρα ή μόνο στο από ποιον δεν πρέπει να κυβερνηθεί; Στο πώς αντιμετωπίζεται ο λαϊκισμός ή στο ποια θα μπορούσε να είναι μια άλλη στάση στην πολιτική; Στο τι είναι σήμερα Αριστερά ή στο ποιος είναι ο πραγματικός διαχωρισμός, μετά το τέλος της «Δεξιάς» και της «Αριστεράς», όπως τις ξέραμε; Το διαδικτυακό μανιφέστο τους ξεκινά ως εξής: «Αγαπητοί λαϊκιστές, θα το έχετε καταλάβει. Η γιορτή τέλειωσε» (πόσο πιο ωραίο είναι στα ιταλικά: la festa e finita). Πιο κάτω λέει: «Για πολύ καιρό σας αφήσαμε. Τώρα πια μάς ξυπνήσατε. Και είσαστε οι μόνοι που δικαιολογείστε να φοβάστε. Γιατί ξέρετε τι καταλάβαμε; Ότι αρκεί να κοιτάξουμε γύρω μας για να ανακαλύψουμε ότι είμαστε πολλοί, και πολύ πιο δυνατοί από εσάς». Και κλείνει έτσι: «Είναι ξεκάθαρο ότι η σκέψη ενοχλεί, ακόμα και αν καθένας που σκέφτεται είναι μουγγός σαν ψάρι. Ακόμα περισσότερο, είναι ψάρι. Και σαν ψάρι, είναι δύσκολο να τον σταματήσεις, γιατί τον προστατεύσει η θάλασσα. Πόσο βαθιά είναι η θάλασσα» (com’ e profondo il mare: στίχος και τίτλος τραγουδιού του Λούτσιο Ντάλλα).

Στη συγκέντρωση της Ρώμης, ο Σαντόρι προσπάθησε να μιλήσει πιο «πολιτικά», διατυπώνοντας έξι προτάσεις (ελαφρώς στοιβαγμένες κι αυτές): ο κάθε αιρετός να κάνει πολιτική αντί να βρίσκεται σε μόνιμη προεκλογική εκστρατεία – οι υπουργοί να επικοινωνούν μόνο μέσω των θεσμικών καναλιών – να υπάρξει διαφάνεια στον τρόπο χειρισμού των μέσων κοινωνικής δικτύωσης για πολιτικούς σκοπούς – ο Τύπος να μιλά για τα γεγονότα μένοντας πιστός και προστατεύοντας τα γεγονότα - να αποκλειστεί η βία από το ύφος και το περιεχόμενο της πολιτικής αντιπαράθεσης – να «πάρει πίσω» η κυβέρνηση (στην αρχή ο Σαντόρι είχε πει «να ξανασκεφτεί», αλλά μπροστά στην αντίδραση του πλήθους άλλαξε διατύπωση) το «διάταγμα περί της ασφάλειας», που έχει ληφθεί επί υπουργίας Σαλβίνι και είναι ιδιαίτερα περιοριστικό για μετανάστες και πρόσφυγες. Αν εξαιρεθεί το τελευταίο σημείο, ως προς το οποίο, μάλιστα, η αντίδραση του πρωθυπουργού Κόντε ήταν μάλλον θετική, όλα τα άλλα συγκροτούν περισσότερο ένα «πολιτιστικό» ή, ας το τολμήσουμε, ηθικό μανιφέστο: οι σαρδέλες είναι κατά του λαϊκισμού, κατά των διακρίσεων, κατά της βίας και του λόγου της βίας, κατά των φέικ νιούζ, κατά της αδιαφορίας έναντι της κλιματικής αλλαγής. Είναι, με μια δική τους έκφραση, «τα αντισώματα της δημοκρατίας». Που θα δώσουν τη μάχη κατά της σκυθρωπής, θυμωμένης Ιταλίας που ισοπεδώνει, υπέρ της χαμογελαστής, ανοιχτής Ιταλίας που ενώνει.

Απλοϊκό; Καταδικασμένο να αποτύχει μπροστά στο δόγμα «η πολιτική έχει τους δικούς της κανόνες»; Θα φανεί. Αλλά στις 26 Ιανουαρίου, στις εκλογές στο Ρέτζο-Εμίλια, την περιφέρεια που έχει πρωτεύουσα την Μπολόνια, οι σαρδέλες κατέγραψαν την πρώτη τους νίκη, τη νίκη για την οποία δημιουργήθηκαν. Όχι μόνο επιβίωσαν, όχι μόνο αυξήθηκαν, όχι μόνο έγιναν πιο πικάντικες, όχι μόνο έκαναν το Σαλβίνι να χάσει, αλλά και συμφιλίωσαν πολλούς, στην Ιταλία και αλλού, με την εντελώς ξεχασμένη ιδέα ότι η πολιτική -γιατί, μη γελιέστε, περί πολιτικής πρόκειται- μπορεί να είναι ωραία.

0
0
0
s2smodern
powered by social2s