Η συναίνεση ως οπισθοχώρηση

Φιλελεύθερος 01/11/2019

Η επιχείρηση «ψήφος των αποδήμων» θα μπορούσε να περιγραφεί ως συντονισμός καλών προθέσεων που οδηγούν σε μη ικανοποιητικό αποτέλεσμα -ιδίως για εκείνους το δικαίωμα των οποίων η σχετική πρωτοβουλία είχε ως στόχο να εγκαθιδρύσει.
Η πρώτη καλή πρόθεση, που δεν ολοκληρώθηκε, προήλθε από την προηγούμενη κυβέρνηση, η οποία πήρε την επιταγή του Συντάγματος στα σοβαρά, την επεξεργάστηκε δια μιας υψηλού κύρους Επιστημονικής Επιτροπής και έφτασε κοντά στη κατάθεση σχεδίου νόμου στη Βουλή. Το πόρισμα, ωστόσο, αυτής της Επιτροπής δεν ήταν δυνατόν να αξιοποιηθεί όπως είχε, καθώς έδινε ψήφο στους εκτός Ελλάδας Έλληνες αλλά δεν την υπολόγιζε στο συνολικό εκλογικό αποτέλεσμα. Η τότε κυβέρνηση επέμεινε χρησιμοποιώντας μη πειστικά συνταγματικά επιχειρήματα και διαστρεβλωμένα διεθνή παραδείγματα, όλοι δε αντιλήφθηκαν ότι ο βασικός λόγος της επιμονής της ήταν ότι θεωρούσε ότι οι απόδημοι δεν αποτελούσαν προνομιακή πολιτική πελατεία της και ότι η ψήφος τους δεν τη συνέφερε εκλογικά.

Η δεύτερη καλή πρόθεση, που στην πορεία στράβωσε, πιστώνεται στη σημερινή κυβέρνηση και στη δική της επιμονή, προκειμένου να υλοποιηθεί μια προεκλογική της διακήρυξη, να διαβουλευθεί εξαντλητικά και εφ’ όλης της ύλης με τις άλλες πολιτικές δυνάμεις, προκειμένου να φτάσει στον απαιτούμενο αριθμό των 200 ψήφων στη Βουλή αλλά και στην ομοθυμία που το συγκεκριμένο ζήτημα απαιτεί. Το καλό κάθε διαβούλευσης είναι ότι μπορεί να βγάλει από αδιέξοδα που θα μπορούσαν να μπλοκάρουν μια συμφωνία, ο κίνδυνος είναι ότι η τελική συμφωνία μπορεί να επιτευχθεί με βάση τον μικρότερο κοινό παρονομαστή. Αυτό φοβούμαι ότι έγινε στη προκείμενη περίπτωση: «πέρασε» το γενικό δικαίωμα των αποδήμων Ελλήνων να ψηφίζουν στις εθνικές εκλογές αλλά «κόπηκαν» η διευκολυντική αυτής της ψήφου και διεθνώς ευρύτατα χρησιμοποιούμενη επιστολική ψήφος, η επιλογή εκ μέρους των αποδήμων «δικών τους» βουλευτών, καθώς και η ευρύτερη δυνατή χρήση του παρεχόμενου δικαιώματος. Αλλεπάλληλοι και αμφίβολης, σύμφωνα με το ισχύον Σύνταγμα, νομιμότητας περιορισμοί, σχετιζόμενοι με τα χρόνια απουσίας από την Ελλάδα και την «οικονομική απόδειξη» ενός δεσμού με την πατρίδα, περιστέλλουν ουσιωδώς, τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά, το δικαίωμα ψήφου.

Η τρίτη καλή πρόθεση εμφανίστηκε, αλλά και έσπασε τα μούτρα της, κατά τη φάση της μετάβασης από την πολιτική συμφωνία της διακομματικής Επιτροπής στη νομοτεχνική της κατάστρωση. Έχοντας συνείδηση ότι οι περιορισμοί που συμφώνησε η Επιτροπή δεν θα μπορούσαν να μπουν σε νόμο αν δεν άλλαζε το Σύνταγμα –όχι στο άρθρο 51 παρ. 4 που καθορίζει την ψήφο των αποδήμων, αλλά στο άρθρο 54 παρ. 2 που οριοθετεί τον τρόπο εκλογής βουλευτών-, η κυβερνητική πλειοψηφία πρότεινε τη συμπερίληψη των περιορισμών στο ίδιο το Σύναγμα, δημιουργώντας έτσι μια σειρά από νέα προβλήματα: αντινομίες μεταξύ συνταγματικών διατάξεων, ισοτιμία ψήφου Ελλήνων του εσωτερικού και Ελλήνων του εξωτερικού, δημιουργία εκλογικών υπο-σωμάτων δύο ταχυτήτων, βούληση και δυνατότητες του αναθεωρητικού νομοθέτη. Η «πανουργία» του αυστηρού Συντάγματος φαίνεται να παίρνει την εκδίκηση της έναντι της επινοητικότητας της συναινετικής πολιτικής.

Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι, ότι, σήμερα, κανείς δεν μπορεί να είναι ικανοποιημένος. Η κυβέρνηση μπορεί να ισχυριστεί ότι κίνησε μια σισσύφεια πέτρα, αλλά όχι ότι την έφτασε στην κορυφή. Τα κόμματα της αντιπολίτευσης, πλην ΚΙΝΑΛ, που, στο ζήτημα αυτό, κράτησε πολύ υπεύθυνη στάση, μπορούν να καυχώνται ότι επέβαλαν ορισμένες απόψεις τους, αλλά όχι με δημιουργικό τρόπο και όχι προς λογική κατεύθυνση. Και οι ίδιοι οι απόδημοι, που θα μπορούσαν να είναι όχι ευγνώμονες –κανείς δεν τους κάνει χάρη- αλλά τουλάχιστον ανακουφισμένοι, διαμαρτύρονται, και με το δίκιο τους, ότι, αυτό που τους δίνει το Σύνταγμα, το Κράτος το κοσκινίζει μέσα από μεγάλη γραφειοκρατία, ατέλειωτα χιλιόμετρα και ελάχιστη γενναιοδωρία.

0
0
0
s2smodern
powered by social2s