ΣΥΡΙΖ-απολογισμός

ΝΕΑ 18-21 Ιουνίου 2019
Για τον Βαλ
Ι – Ο συνειδητός εκτροχιασμός
Όταν, τον Ιανουάριο του 2015, ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε τις εκλογές και ήρθε στην εξουσία –αυτά τα δύο διακρίνονται από την αρχή: οι εκλογές είναι δημοκρατική διαδικασία, η εξουσία, για το συγκεκριμένο κόμμα, απολυταρχική πρακτική- η ηγετική ομάδα, οι καταβολές και οι προγραμματικές υποσχέσεις έρχονταν σε ευθεία αντίθεση με την κατάσταση της χώρας. Νέο-μαρξιστική «θεωρία», λενινιστική αντίληψη του κράτους, «ριζοσπαστική» φυσιογνωμία και πλήρης απουσία προετοιμασίας, από τη μία πλευρά. Υπαγωγή σε Μνημόνιο, αλλά με προοπτικές εξόδου, δυσανεξία της πραγματικής οικονομίας, αλλά με τα πρώτα σκιρτήματα κινητικότητας, κοινωνική και ψυχολογική κόπωση, αλλά κοντύτερα στις περιπτώσεις της Πορτογαλίας και της Ιρλανδίας παρά της Βενεζουέλας, από την άλλη. Η νέα κυβέρνηση είχε μια καθαρή και, αν ήθελε, εύκολη επιλογή: προσαρμογή στην πραγματικότητα και αξιοποίηση μιας γρήγορης εξόδου από τα Μνημόνια για την ανάδειξη του «αριστερού» της προσώπου, ή «αριστερή κυριαρχία» μέσω φραστικής ριζοσπαστικότητας και συγκρουσιακής διαχείρισης. Ο Πρωθυπουργός όχι μόνο επέλεξε το δεύτερο, αλλά είχε σκεφτεί, πριν ακόμα έρθει στην εξουσία, τον τρόπο που θα το υλοποιούσε.
Το χαρακτηριστικό της αντιμετώπισης της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης που παρέλαβε, χωρίς να έχει δημιουργήσει, ο ΣΥΡΙΖΑ, δεν ήταν τόσο η προχειρότητα όσο ο κυνισμός. Ο Πρωθυπουργός, εν μέρει λόγω δικαιολογημένης προσωπικής ανασφάλειας και άλλο τόσο λόγω συνειδητής, αν και κακοχωνεμένης, αλτουσεριανής «λογικής», έθεσε σε λειτουργία τρία παράλληλα συστήματα διαχείρισης της οικονομίας και των σχέσεων με τους «θεσμούς», που τότε λέγονταν ακόμα τρόικα. Το πρώτο, πιο εμφανές στην αρχή και φαινομενικά κυρίαρχο, ενσαρκωνόταν, κυριολεκτικά, από τον πρώτο Υπουργό Οικονομικών Ιωάννη (για να μην μπορεί να το γράψει με ένα νι) Βαρουφάκη, έναν παθιασμένο οπαδό της θεωρίας των παιγνίων, που είχε πείσει τον Πρωθυπουργό ότι η Ελλάδα μπορούσε να κερδίσει μια υπέρ της αλλαγή των ασφυκτικών όρων του παιχνιδιού εκφοβίζοντας την Ευρωπαϊκή Ένωση για μια πιθανή έξοδό της από την Ευρωζώνη: το περίφημο στρατήγημα «σε εκβιάζω ότι θα αυτοκτονήσω». Κι ο Βαρουφάκης πράγματι υλοποίησε μια αυτοκτονική πολιτική, με το γνωστό στιλ και τα γνωστά αποτελέσματα.
Το δεύτερο, πιο υπόγειο αλλά διόλου κρυφό, σύστημα είχε ως εκφραστές τα στελέχη της, τότε εντός κυβέρνησης, «αριστερής» (σε αντίστιξη με την απλώς αριστερίστικη) τάσης περί τον Παναγιώτη Λαφαζάνη, καθώς και ανθρώπους της προσωπικής εμπιστοσύνης του Πρωθυπουργού, με επίκεντρο τον Νίκο Παππά. Και πράγματι όλοι αυτοί ξεχύθηκαν στα πέρατα της οικουμένης και «διαπραγματεύτηκαν» ειδικές συμφωνίες με τη Ρωσία, την Κίνα, τη Βενεζουέλα και άλλες δημοκρατικές δυνάμεις, έτσι ώστε η χώρα να έχει πόρους αν μας έδιωχναν από την Ευρωπαϊκή Ένωση (η Ευρωπαϊκή Ένωση φυσικά το έμαθε και έγινε ακόμα πιο σκληρή έναντι της Ελλάδας). Το τρίτο κύκλωμα, σχεδόν αόρατο στην αρχή, αλλά που, ευτυχώς για τη χώρα, κέρδισε τελικά το παιχνίδι στη δραματική σύσκεψη αμέσως μετά τη συνειδητοποίηση ότι η κυβέρνηση είχε θριαμβεύσει στο δημοψήφισμα που ήθελε να χάσει, λειτουργούσε γύρω από τους «σοφούς γέροντες» Δραγασάκη - Φλαμπουράρη. Όταν η καταστροφή εμφανίστηκε προ των πυλών, αυτή η ομάδα πέρασε τη γραμμή της αναδίπλωσης, για να σωθεί η κυβέρνηση, επειδή δεν σωζόταν αλλιώς.
Τρία κυκλώματα αλλά ένας εντολέας: ο Πρωθυπουργός. Πολλή «επικοινωνία» αλλά μια γραμμή: όλα για την εξουσία.
Η απολύτως συνειδητή λειτουργία τριών τρένων, που έτρεχαν επί εννέα μήνες την ελληνική οικονομία σε ασύμπτωτες ράγες, ενείχε όχι απλώς κίνδυνο αλλά αυξημένη πιθανότητα εκτροχιασμού. Και ο εκτροχιασμός, παρά την οριακή παραμονή στην Ευρωζώνη, ήρθε και κράτησε για ολόκληρη την κυβερνητική θητεία: εξαναγκασμός σε ένα ακόμα, και μάλιστα αυστηρότερο, Μνημόνιο αντί για την προ πυλών οριστική έξοδο, αναστροφή της ασθενικής ανάπτυξης, στην αρχή καταδικασμένη σύγκρουση και γρήγορα ατιμωτική υποταγή στον ξένο παράγοντα, κλείσιμο των τραπεζών, ανάγκη για περαιτέρω περικοπές, βαθύτερη βύθιση της πραγματικής οικονομίας, αποσύνδεση από κοσμογονικές χρηματοδοτικές διευκολύνσεις (ποσοτική χαλάρωση Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ενιαία αγορά κεφαλαίων σε ευρωπαϊκό επίπεδο, εύκολη πρόσβαση σε ρευστότητα παγκοσμίως), απαξίωση της προσπάθειας ενός ολόκληρου λαού, μεγέθυνση του ελλείμματος αξιοπιστίας της Ελλάδας έναντι των δανειστών και των αγορών και, στο εσωτερικό της κυβέρνησης, μάχη φατριών αντί για συλλογικό αγώνα, λόγος αντίθετος από τις πράξεις, μακιαβελισμός αντί πολιτικής. Με μόνο «κέρδος» το άδειο πουκάμισο μιας δήθεν «αντίστασης», που οδήγησε σε συνεχείς αυτοτραυματισμούς και καμία βελτίωση.
Το εμβληματικό, συνεπώς, πρόσωπο της σύγκρουσης του ΣΥΡΙΖΑ με τη «μνημονιακή κατάσταση», δηλαδή με την πραγματικότητα, δεν είναι ο αλαζών μα συνεπής Βαρουφάκης, αλλά ο μαρξιστής στα λόγια, «μνημονιακός» στα έργα, «υπεράνω» διαχείρισης Τσακαλώτος. Η εμβληματική στιγμή της συριζαϊκής διαχείρισης δεν είναι τόσο η κωλοτούμπα μετά το δημοψήφισμα, όσο η εκ νέου, μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου, σύμπραξη με τους ΑΝΕΛ του κυρίου Καμμένου. Και η εμβληματικότερη ανάδειξη αναλγησίας δεν είναι ο διαφορετικός υπολογισμός, ή έστω δικαιολόγηση, της οικονομικής ζημίας που υπέστη η χώρα, αλλά η άρνηση ότι υπήρξε τέτοια ζημία.
ΙΙ- Η ισοπέδωση του κράτους Δικαίου
Δεν υπάρχει Δημοκρατία χωρίς Κράτος Δικαίου, δηλαδή χωρίς ρύθμιση της κοινωνικής συμβίωσης βάσει του νόμου και χωρίς έλεγχο της εξουσίας βάσει των επιταγών του Συντάγματος. Και δεν υπάρχει Κράτος Δικαίου χωρίς τήρηση της διάκρισης των εξουσιών, ελευθερία του λόγου, λειτουργία αντιβάρων στη βούληση της πλειοψηφίας. Το Κράτος Δικαίου δεν ταυτίζεται με τη «λαϊκή κυριαρχία», αντίθετα την προστατεύει από καταχρήσεις και από την ύβριν. Κι όμως: για τον ΣΥΡΙΖΑ «δίκαιο» ήταν αυτό που θεωρούσε ή επιθυμούσε η κυβέρνηση και το «κράτος» της ταυτιζόταν με την ίδια. Τα παραδείγματα ήταν πολλά, εκτάθηκαν σε όλα τα πεδία και αποτελούν το ευκρινέστερο ίχνος, και μαζί την πιο σκοτεινή παρακαταθήκη, ολόκληρης της περιόδου διακυβέρνησης από το 2015 έως σήμερα.
Εκείνοι, με πρώτον τον Πρωθυπουργό, που φιλοδοξούσαν να είναι «κάθε λέξη του Συντάγματος», συχνά αγνόησαν κι ακόμα συχνότερα παραβίασαν βασικές του αρχές και διατάξεις. Η διάκριση των εξουσιών, ο σεβασμός της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης, η προστασία των μειοψηφιών έμειναν γράμμα κενό, ενώ οργανώθηκε ένα εντελώς παράνομο δημοψήφισμα τον Ιούνιο του 2015. Αλλά και η ίδια η διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος διεξήχθη με τρόπο εξόχως προβληματικό: κατατέθηκε αρχικά μια ιδεοληπτική –μπολιβαριανής λογικής- πρόταση της πλειοψηφίας, δημιουργήθηκε μια εξωθεσμική «Επιτροπή διαβούλευσης» (το ότι δεν έκανε τίποτα δεν την καθιστά πιο νόμιμη), η πρόταση επανήλθε, μεταλλαγμένη προς το αρκετά λογικότερο αλλά υπό ασφυκτικά περιθώρια συζήτησης, χωρίς διεκδίκηση συναίνεσης και με προσπάθεια δέσμευσης –που δεν πέρασε, γιατί δεν ήταν δυνατόν να περάσει- της δεύτερης Βουλής από τις προτάσεις της πρώτης.
Η κοινοβουλευτική λειτουργία υπέστη μεγάλες ρωγμές. «Άμυνα» της πρώτης και αξεπέραστης Προέδρου σε «μνημονιακά» νομοσχέδια που δεν της άρεσαν, εντελώς αστήρικτη προσπάθεια να συρθεί ολόκληρη η Βουλή στη λογική του «επαχθούς χρέους» (που δεν ήταν ούτε επαχθές, γιατί το είχε ζητήσει μόνη της η Ελλάδα, ούτε κατά παράβαση δικαίου, αφού στηριζόταν σε νομοθετήματα και ελεγχόταν από τα δικαστήρια), διαρκείς διαστρεβλώσεις και παραβιάσεις του Κανονισμού της Βουλής, στραβά μάτια στα «καπιταλιστικά» πόθεν έσχες ορισμένων Υπουργών, εισαγωγή πληθώρας άσχετων διατάξεων και πράξεων νομοθετικού πράξεων από μια κυβέρνηση που είχε ρητά δεσμευθεί ότι θα έκανε το αντίθετο, συστηματική περιφρόνηση Υπουργών για την υποχρέωση λογοδοσίας. Αποκορύφωμα υπήρξε βέβαιο το όργιο παρά φύσιν λειτουργίας, ρουσφετιών και κάθε είδους «διευκολύνσεων» του τελευταίου μήνα.
Η δικαστική εξουσία δέχτηκε πρωτοφανείς πιέσεις είτε με μεμονωμένες παρεμβάσεις (εμπλοκή Υπουργού με ισοβίτη), είτε από το ενταγμένο στην κυβερνητική λειτουργία «ρασπουτινικό» κύκλωμα, είτε δια της καταλυτικής παρουσίας μιας πρώην Προέδρου του Αρείου Πάγου – υπηρεσιακής Πρωθυπουργού – συμβούλου του Πρωθυπουργού – επικεφαλής ανεξάρτητης Αρχής (διαδρομή που από μόνη της συνιστά αντιθεσμικό μνημείο), είτε δια της επιλογής της ηγεσίας των δικαστηρίων (μελανό σημείο η πρόσφατη απόπειρα στον Άρειο Πάγο), είτε με αναγγελίες ή κριτικές αποφάσεων, είτε με «οδηγίες» προς δικαστές για άνοιγμα και κλείσιμο υποθέσεων, είτε μέσα από ιδεολογική προσέγγιση του ποινικού οπλοστασίου και επίδειξη υπερβολικής επιείκειας σε «πολιτικά» εγκλήματα. Οι ανεξάρτητες Αρχές είδαν ηγεσίες που δεν άρεσαν στην κυβέρνηση να οδηγούνται σε «παραίτηση» ή σε αδράνεια. Μια σειρά κάμψεων της νομιμότητας με κυβερνητική πρωτοβουλία ή ανοχή είδαν το φως της μέρας και στη συνέχεια έμειναν στο σκοτάδι: επιχείρηση πώλησης όπλων στη Σαουδική Αραβία, χρήση πόρων για την «υποδοχή» των μεταναστών (η Ευρωπαϊκή Αρχή κατά της διαφθοράς ακόμα ερευνά), κατάτμηση οδικών έργων, απώλειες πόρων από τις συμφωνίες για ΤΡΑΙΝΟΣΕ (άξιζε 300 εκατομμύρια, πουλήθηκε για 48), Αεροδρόμιο Αθηνών (πήγε να πουληθεί 483 εκατομμύρια, υπολογίστηκε σε 1,115 δις από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή), έργα στο Θριάσιο Πεδίο, εξαγορά από τη ΔΕΗ άχρηστης εταιρίας στα Σκόπια και σταδιακή αλλά πλήρης απαξίωσης της εταιρίας.
Η ελευθερία του λόγου και της έκφρασης καταπιέστηκε ή πολεμήθηκε με πρωτοφανή για δημοκρατικό καθεστώς τρόπο. Έγινε προσπάθεια εκ βάθρων αλλαγής του ραδιοτηλεοπτικού τοπίου, ευθεία επίθεση κατά του πρώην συγκροτήματος ΔΟΛ, των εντύπων αλλά και της ιστορίας του, προσαγωγή στελεχών άλλης εφημερίδας για δημοσίευση ρεπορτάζ για τα κονδύλια του Υπουργείου Άμυνας, ποδηγέτηση κρατικών μέσων, διατυπώθηκαν απειλές ακόμα και εναντίον του πρώην συντρόφου Λαφαζάνη για τη στάση του έναντι των πλειστηριασμών, ύβρεις, συκοφαντίες και οργανωμένο «τρολάρισμα» κατά πολιτικών αντιπάλων και κριτικών φωνών.
Τρεις εμβληματικές υποθέσεις συμπυκνώνουν την βαθιά και πολυσχιδή κάμψη του Κράτους Δικαίου από την απερχόμενη κυβέρνηση. Η υπόθεση των ραδιοτηλεοπτικών αδειών, με την ανοιχτά αντισυνταγματική προσέγγιση της διαδικασίας αδειοδότησης, την αποδοχή προφανώς ακατάλληλων πιστοποιητικών από φίλιο υποψήφιο «καναλάρχη», την δια ιδιωτικών «αποκαλύψεων» προσπάθεια επηρεασμού μέλους του Συμβουλίου της Επικρατείας και ολόκληρου του Δικαστηρίου, την ανήκεστο «κριτική» - λίβελλο κατά της απόφασης που γκρέμισε το κυβερνητικό οικοδόμημα. Η υπόθεση των Τούρκων αξιωματικών, με την παρασκηνιακή υπόσχεση του Πρωθυπουργό στο Τούρκο ομόλογό του περί απόδοσης τους στην Τουρκία και την άσκηση έφεσης κατά αποφάσεων που τους παραχωρούσαν άσυλο. Και η υπόθεση Novartis, με τη ανοιχτά πολιτική στόχευση («πρέπει να πάνε φυλακή»), την αντισυνταγματική παραπομπή στη Βουλή, την κατάρρευση του κατηγορητηρίου και τη σταδιακή ανάδυση, με αποκαλύψεις που προέρχονται μέσα από την ίδια την Δικαιοσύνη, του «στησίματος» μιας σκευωρίας.
Με αυτή την κυβερνητική λειτουργία και αυτά τα πραγματικά περιστατικά, δεν έχει, πιστεύω, νόημα να αναρωτηθούμε εάν ο ΣΥΡΙΖΑ έκανε την Ελλάδα Ουγγαρία, δηλαδή την έθεσε ανοικτά εκτός ευρωπαϊκού Κράτους Δικαίου. Ακόμα και αν τυπικά δεν έφτασε σε αυτό το σημείο, έκανε κάτι πιο ασυγχώρητο: έφερε πίσω τη Δημοκρατία σε μια χώρα στην οποία κάθε δημοκρατική κατάκτηση είναι κοπιώδης όσο και πολύτιμη.
ΙΙΙ- Τα παράλληλα συστήματα
Στον ΣΥΡΙΖΑ δεν αρκούσε να ασκήσει την εξουσία, έπρεπε να την εκπορθήσει. Ή μάλλον: δεν ήταν φτιαγμένος για την άσκηση της εξουσίας, αλλά, από τη στιγμή που η ιστορική συγκυρία, το επικοινωνιακό ταλέντο του αρχηγού του και η ψήφος ενός οργισμένου λαού τον έφεραν εκεί, το ένστικτό του ήταν όχι να τη διαχειριστεί αλλά να τη διαπλάσει. Αφενός γιατί δεν εμπιστευόταν τα «παραδοσιακά» κυκλώματα –Δημόσια Διοίκηση, Μέσα Ενημέρωσης, οικονομικά και επιχειρηματικά συμφέροντα- τα οποία θεωρούσε στην υπηρεσία του «ταξικού εχθρού». Αφετέρου γιατί υποτίθεται ότι ερχόταν να «αλλάξει τα πάντα» και, κατά την κομμουνιστική και μετακομμουνιστική αντίληψη που κυριαρχούσε στο γονιδίωμα του, τίποτα δεν αλλάζει αν δεν αλλάξουν οι βάσεις. Κι έτσι, από την αρχή, συστηματικά, τέθηκε σε εφαρμογή, άλλοτε με φανερούς κι άλλοτε με υπόγειους τρόπους, η επιχείρηση αλλαγής των βάσεων του αστικού εποικοδομήματος.
Το βασικό όπλο της εξουσίας, κάθε εξουσίας, είναι ο λόγος –οι λέξεις, το «αφήγημα», αλλά και η ισχύς που χρησιμοποιείται ως δόλωμα ή επαπειλείται πίσω από τη δημόσια έκφραση ενός προγράμματος ή ενός «οράματος». Γι’ αυτό και το πρώτο δικό της σύστημα που άρχισε να οικοδομεί η νέα κυβέρνηση σχετιζόταν με τον Τύπο, τα Μέσα και τον τρόπο επικοινωνίας. Εκτυλίχθηκε σε δύο φάσεις και σε τρία πεδία. Πρώτα συγκροτήθηκε και γρήγορα τελειοποιήθηκε, χάρις στη χρήση της τεχνολογίας, την προπαγανδιστική κλίση των χειριστών του και τα χρήματα του ελληνικού λαού, το λεγόμενο «σύστημα Μαξίμου», ένα πιο επίσημο από τα επίσημα κύκλωμα «πληροφόρησης», μέσω ανακοινώσεων, ερμηνειών, «νον πέιπερς», άρθρων και σχολίων στο διαδίκτυο. Η συνήθεια του διπλού λόγου –ένας στο εξωτερικό: «είμαστε καλά παιδιά» κι ένας στο εσωτερικό: «αντιστεκόμαστε», ένας δημόσιος: «συμβιβαζόμαστε αλλά όχι ταπεινωτικά» κι ένας κρυφός: «ετοιμάζουμε την αντεπίθεσή μας» (όλες οι εντός εισαγωγικών εκφράσεις παρατίθενται στο βιβλίο του Γ. Βαρουφάκη «Ενήλικες στο δωμάτιο»)- παγιώθηκε και διατηρήθηκε ως το τέλος της κυβερνητικής θητείας. Απόγειό της υπήρξε βέβαια η παράλληλη διατήρηση από τον δεύτερο Υπουργό Οικονομικών των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ του υπουργικού του χαρτοφυλακίου, που τον έκανε να υπογράφει τα «μνημονιακά» μέτρα, και του ρόλου του αρχηγού της εσωκομματικής αντιπολίτευσης, που του επέτρεπε να ξιφουλκεί κατά των μέτρων αυτών.
Πιο οργανωμένη, και τελικά όχι τόσο αποτυχημένη όσο θα μπορούσε να υπονοηθεί από τη βύθιση της ναυαρχίδας της, ήταν η επιχείρηση άλωσης των μέσων ενημέρωσης. Πιστή στο δόγμα επιφανών στελεχών της που ονειρεύονταν μια «ειδική σχέση με τα ΜΜΕ», και μη αρκούμενη στη χρήση της κρατικής τηλεόρασης ως φερεφώνου, η κυβέρνηση έβαλε σε εφαρμογή το «σχέδιο τηλεοπτικές άδειες», ελπίζοντας να σπάσει έναν σε βάρος της, όπως η ίδια θεωρούσε, συσχετισμό δυνάμεων στους ιδιωτικούς τηλεοπτικούς σταθμούς και να ανεβάσει τα δικά της «τζάκια» στην επιφάνεια. Απέτυχε παταγωδώς να μοιράσει τις άδειες που ήθελε, αλλά είχε στείλει το μήνυμα που επιθυμούσε και, με μία βασική εξαίρεση, η ατελής αλλά ζωντανή τηλεοπτική δημοκρατία μας μάλλον ήσυχη την άφησε (εξάλλου τα Σαρβάιβορ πουλάνε περισσότερο). Συγχρόνως προσπάθησε να χειραγωγήσει τα γραπτά μέσα ενημέρωσης, χρησιμοποιώντας τις οικονομικές δυσκολίες που αντιμετωπίζει τα τελευταία χρόνια σύμπας ο ελληνικός Τύπος: περιθωριακά αλλά θορυβώδη υπέρ της έντυπα επιχορηγήθηκαν γενναία, ενώ άλλα, που τιμώντας τις παραδόσεις τους συνέχιζαν να της ασκούν κριτική, σπρώχτηκαν σε ασφυξία. ΤΑ ΝΕΑ και το ΒΗΜΑ έμειναν ζωντανά, άλλα έντυπα άλλαξαν χέρια και πάντως ο Τύπος δεν έμεινε ούτε αλώβητος ούτε εχθρικός προς την κυβέρνηση στο βαθμό που θα ήθελε η προπαγάνδα της.
Όπως δεν υπάρχει εξουσία χωρίς κυρίαρχο λόγο, έτσι δεν υπάρχει και χωρίς οικονομικά στηρίγματα. Η κυβέρνηση κινήθηκε βάσει σχεδίου και στον τραπεζικό και στον επιχειρηματικό τομέα. Στον πρώτο, αφενός μέσω ανοιχτής, και ανοιχτά πολιτικής, αντιπαράθεσης με τον ανεξάρτητο τραπεζικό επόπτη, την Τράπεζα της Ελλάδος, και ειδικά το Διοικητή της, και αφετέρου μέσω προσπάθειας παράκαμψης της αδυναμίας ελέγχου των συστημικών τραπεζών, που υπάγονται στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και υπακούουν σε αυστηρούς, και μη εθνικούς, κανόνες εταιρικής διακυβέρνησης. Το μη συστημικό τραπεζικό σύστημα έγινε πρώτα προσπάθεια να υλοποιηθεί γύρω από την Τράπεζα Αττικής, αλλά τα ελληνικά βοσκοτόπια δεν είναι ούτε τόσο πολλά, ούτε τόσο προσοδοφόρα για να συντηρήσουν για μεγάλο διάστημα ολόκληρη τράπεζα –που πάντως πρόλαβε να κάνει αρκετή δουλειά. Ο επιφορτισμένος με την Οικονομία Αντιπρόεδρος της κυβέρνησης εξέφρασε, ακόμα και από το βήμα της Βουλής, την επιθυμία του για ένα «παράλληλο τραπεζικό σύστημα» γύρω από τις συνεταιριστικές τράπεζες, αλλά δεν του το επέτρεψε ούτε η πραγματικότητα (το κυπριακό παράδειγμα με τη βύθιση του «συνεργατισμού» ήταν πολύ νωπό), ούτε η Τράπεζα της Ελλάδος. Στα χαρτιά επίσης έμεινε και η ιδέα ίδρυσης μιας «εθνικής αναπτυξιακής τράπεζας», που θεωρητικά θα αιμοδοτούσε τις μικρές επιχειρήσεις αλλά στην ουσία θα προωθούσε τα κυβερνητικά σχέδια –εδώ το απαγορευτικό έβγαλαν οι «θεσμοί», που είχαν πια καταλάβει.
Η κυβέρνηση δεν έμεινε αδρανής ούτε σε σχέση με τα επιχειρηματικά συμφέροντα. Διαπρύσιος, πριν έρθει στην εξουσία, κατήγορος της «διαπλοκής», δεν δίστασε να προσεταιριστεί παλιά «τζάκια» και να δημιουργήσει νέα, και όχι μόνο στο χώρο των ΜΜΕ. Δεν εφείσθη προσεγγίσεων και διευκολύνσεων, ακόμα και νομοθετικών, και δεν της έλειψαν ούτε τα καλά λόγια, ούτε η χρηματοδότηση, ούτε το άνοιγμα σαλονιών και κοτέρων. Τα παράλληλα συστήματά της μπορεί να μη καρποφόρησαν πλήρως, όμως άλλαξαν σημαντικά το τοπίο και, κυρίως, άφησαν βαρύ κληροδότημα: αντί για πληροφόρηση, «επικοινωνία» - αντί για οικονομική ανάπτυξη, κρατική πατρωνία - αντί για κάθαρση, νέα διαπλοκή.
IV – Αυτή δεν είναι Αριστερά
Ο θεμέλιος λίθος της του ιδεολογικού οικοδομήματος του ΣΥΡΙΖΑ –ενός κόμματος για τα οποίο όλα, ακόμα και η άσκηση της εξουσίας, είναι ιδεολογία- αποτελείται από τρεις λέξεις: «πρώτη φορά Αριστερά». Εκεί στήριξε την άνοδο του, έτσι εξέφρασε το «νέο» σε σχέση με το κομματικό σύστημα που διαλύθηκε μέσα στην κρίση, σε αυτή τη βάση προσπάθησε να κυβερνήσει. Το ότι το «αφήγημα» δεν άντεξε στη δοκιμασία της πραγματικότητας, οφείλεται απλούστατα στο ότι δεν είχε σχέση με την πραγματικότητα: ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν ούτε «πρώτη φορά» (είχαν προϋπάρξει η ΕΔΑ ως αξιωματική αντιπολίτευση και το ΠΑΣΟΚ ως κόμμα εξουσίας), ούτε Αριστερά, τουλάχιστον με την έννοια που δίνεται, σε όλο τον κόσμο, στη δημοκρατική Αριστερά.
Τη «μη αριστεροσύνη» του ΣΥΡΙΖΑ την διαπίστωσαν και την κατήγγειλαν πρώτοι οι ταγοί της. Οι φιλόσοφοι – σύμβολα των αρχών της πορείας, τότε που ο ΣΥΡΙΖΑ, πριν ακόμα και από τους Podemos, ενσάρκωνε τη μεγάλη ελπίδα της Αριστεράς στην Ευρώπη της κρίσης, ο Ζίζεκ και ο Μπαντιού, μίλησαν ο πρώτος για «απογοήτευση» κι ο δεύτερος για έναν Έλληνα Πρωθυπουργό που «με τη στάση του μετά το δημοψήφισμα απέδειξε ότι δεν είναι ένας πραγματικός πολιτικός αλλά ένας χειραγωγέας (manipulateur)». Αλλά και οι σύντροφοι που έφυγαν, ή όσοι έμειναν πιστοί στις διακηρύξεις και στις ιδέες του ΣΥΡΙΖΑ, καθώς και οι πολίτες που τον ψήφισαν γιατί τον πίστεψαν, αισθάνθηκαν προδομένοι σε τρία τουλάχιστον επίπεδα: πολιτικής (μνημονιακότερη της μνημονιακής), τρόπου διακυβέρνησης (λαϊκιστικότερος των λαϊκιστών), κοινωνικών συμμαχιών (με το κεφάλαιο και όχι με την κοινωνία).
Η κυβερνητική πράξη είναι αποκαλυπτική και δεν μπορεί με κανένα τρόπο και υπό καμία ερμηνεία να θεωρηθεί «Αριστερή». Επήλθε αύξηση της φτώχειας και των ανισοτήτων λόγω αντι-αναπτυξιακής πολιτικής, επιβλήθηκαν 49 νέοι φόροι, κυρίως σε βάρος της μεσαίας τάξης, ως εξαναγκασμός από το αχρείαστο τρίτο Μνημόνιο, υπήρξε πτώση της οικονομικής ανταγωνιστικότητας, άρα και του επιπέδου ζωής, εμφανής όσο και πρωτοφανής επιδείνωση των προσφερόμενων υπηρεσιών στους κρισιμότατους τομείς της Υγείας και της Παιδείας. Αν η κυβέρνηση ήταν πραγματικά Αριστερή, δηλαδή κοινωνικά ευαίσθητη, θα έπρεπε να είχε οδηγηθεί σε παραίτηση ή τουλάχιστον σε ειλικρινή μεταμέλεια τόσο για το ανθρωπιστικό δράμα της Μόριας όσο και για τον τρόπο που αντιμετώπισε την τραγωδία στο Μάτι. Ακόμα και τα κάποια θετικά της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, η προσπάθεια λύσης του προβλήματος της ονομασίας της FYROM (αλλά όχι ο τρόπος που λύθηκε), μέτρα υπέρ της αποδοχής της διαφορετικότητας, όπως το σύμφωνο συμβίωσης, υπήρξαν εντελώς αποσπασματικά και γι΄ αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχουν «αριστερό», ούτε καν πολιτικό, πρόσημο. Στην πραγματικότητα, το μεγαλύτερο επίτευγμα της απερχόμενης κυβέρνησης ενείχε την άρνηση της «αριστεροσύνης» της: ήταν η χωρίς μείζονες κλυδωνισμούς επιβολή σε ένα κατάκοπο κοινωνικό σώμα θυσιών και περαιτέρω λιτότητας, που θα μπορούσαν, όμως, σε μεγάλο βαθμό, να έχουν αποφευχθεί.
Κανένα από τα χαρακτηριστικά της δημοκρατικής Αριστεράς –της οποίας πυρήνας, αλλά όχι μοναδική ενσάρκωση, είναι η σοσιαλδημοκρατία- δεν συναντώνται στη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Ούτε το άνοιγμα στον κόσμο και ο διεθνισμός: η κυβέρνηση αποδείχθηκε κλειστοφοβική, εθνοκεντρική, χωρίς ειλικρινή πίστη στο ευρωπαϊκό πολιτικό σχέδιο, προσανατολισμένη σε ad hoc προσπάθειες συμμαχιών με χώρες ήκιστα δημοκρατικές, όπως η Βενεζουέλα, και ήκιστα Αριστερές, όπως οι ΗΠΑ του Τραμπ. Ούτε η προώθηση των δικαιωμάτων και των ελευθεριών: οι επιδόσεις σε αυτόν τον τομέα ήταν δραματικές, όπως αναλύθηκε χτες. Ούτε η απελευθέρωση και χειραφέτηση των λιγότερο προνομιούχων κοινωνικών στρωμάτων: με την επιδοματική λογική και τη χρήση του Κράτους ως πάτρωνα οι μη προνομιούχοι δεν κέρδισαν ούτε σε επίπεδο ζωής ούτε σε αξιοπρέπεια. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ έμεινε μάλιστα αποκομμένη και από τα σύγχρονα ρεύματα της αριστερής σκέψης, αφού έμεινε από αδρανής έως αδιάφορη έναντι των μεγάλων προκλήσεων της κλιματικής αλλαγής, της τεχνολογικής επανάστασης, της εξισορρόπησης κερδοσκοπικής και παραγωγικής οικονομίας.
Ο παράγοντας «ήθος», κεντρικός για την πραγματική Αριστερά, υπήρξε όχι απλώς απών αλλά μαύρη τρύπα σε όλη τη διάρκεια της διακυβέρνησης: λουμπενοποίηση της πολιτικής και κοινωνικής ζωής, χλεύη και διαβολή κατά των αντιπάλων, αισθητική υποχώρηση σε όλα τα μέτωπα, εχθροπάθεια, ανειλικρίνεια και κυνισμός. Η άφιξη και η νομή της εξουσίας φαίνεται να αφαίρεσε από το «κομμουνιστικό μυαλό» την αχλύ της αγνότητας και να άφησε ελεύθερα ένστικτα που προσιδιάζουν σε έναν ερασιτεχνικό και εκτός Ιστορίας μπολσεβικισμό.
Υπάρχει, θα πουν κάποιοι, και η «άλλη Αριστερά», η Αριστερά της «ανυπακοής» και της «άμεσης δημοκρατίας», όπως την είχε ορίσει ο πρώην Υπουργός Ν. Παρασκευόπουλος. Ούτε αυτή λειτούργησε, δεν έγινε καν προσπάθεια να λειτουργήσει, έστω για μια μέρα. Αντί για ανυπακοή υπήρξε υποταγή (στους δανειστές, στη λαφυραγώγηση του κράτους, σε επιχειρηματικά συμφέροντα), αντί για άμεση δημοκρατία πλήγηκε στον πυρήνα της, το Κράτος Δικαίου, η ίδια η Δημοκρατία. Ό,τι προσδιορισμό και να δοκιμάσουμε για την περιγραφή της κυβερνητικής εμπειρίας του ΣΥΡΙΖΑ -«ριζοσπαστική» ή «αριστερίστικη», «παράξενη», όπως την ονόμασε ο ίδιος ο Γ. Δραγασάκης- η λέξη, και ιδίως η έννοια, «Αριστερά» ηχούν παράταιρα. Ίσως θα ήταν πιο απλό και πιο αληθινό να αρκεστούμε στην εμπειρική παρατήρηση και στην κοινή λογική: ένα κόμμα που επέλεξε, δύο φορές και επί τέσσερα χρόνια, ως κυβερνητικό εταίρο ένα δεξιό εθνικιστικό μόρφωμα, που μοχλός του ήταν ο διχασμός, η προπαγάνδα, η θεσμική περιφρόνηση, που ακολούθησε την πολιτική που κατήγγελλε (και που συνέχισε να καταγγέλλει ενόσω την ασκούσε), που έβαλε την εξουσία πάνω από τους ανθρώπους, δεν μπορεί, και δεν δικαιούται, να λέγεται Αριστερό.