Το άλλο πακέτο

TA NEA 14/05/2019
Τρεις είναι θεωρώ οι λόγοι για τους οποίους το δυνητικά ανακουφιστικό «πακέτο» οικονομικών μέτρων της κυβέρνησης δεν έπεισε (και) αυτή τη φορά κανέναν.
Ο πρώτος έχει να κάνει με την υποκρισία που το συνοδεύει και το φωτίζει. Το επικοινωνιακό σερβίρισμα σε προεκλογική περίοδο είναι η μία όψη του νομίσματος: η κυβέρνηση αναγγέλλει μέτρα που δεν θα προλάβει να πάρει η ίδια, ή που, σε κάθε περίπτωση, θα παραγάγουν αποτελέσματα όταν θα έχει αναλάβει η διάδοχός της. Η συντελεσμένη πλέον αποκάλυψη της τακτικής της κυβέρνησης στο οικονομικό πεδίο ολοκληρώνει την εικόνα: η «αριστερή» της πολιτική συνίσταται στο να παίρνει άμεσα δέκα, ιδίως από τις κοινωνικές κατηγορίες που λιγότερο μπορούν να το αντέξουν, και να δίνει πίσω, εν είδει αντιδώρου και υπόσχεσης για το μέλλον, ένα. Ο κάθε συνταξιούχος, μόλις περάσει το εντελώς ανθρώπινα θετικό ξάφνιασμα, μπορεί εύκολα να υπολογίσει τι έχανε κάθε μήνα από τις αχρείαστες περικοπές του αχρείαστου τρίτου Μνημονίου και τι θα κερδίζει από τις προχτεσινές εξαγγελίες, εάν και εφόσον υλοποιηθούν. Εξαγγελίες οι οποίες, επιπλέον, δείχνουν πού βάζει η κυβέρνηση το πήχυ της αξιοπρέπειας για ανθρώπους που δούλευαν μια ζωή: στα πεντακόσια ευρώ.
Ο δεύτερος και ουσιαστικότατος λόγος συνδέεται με τον ανοιχτά αντι-αναπτυξιακό χαρακτήρα των μέτρων. Η ελληνική οικονομία χρειάζεται επειγόντως –χρειαζόταν ήδη επειγόντως και πριν αναλάβει η παρούσα κυβέρνηση- να επανεκκινήσει, δηλαδή να αρχίσει να δημιουργεί θέσεις εργασίας, να παράγει, να αιμοδοτεί και να ενθαρρύνει τις επιχειρήσεις, να κάνει όσους, νέους κυρίως, έφυγαν, να σκέφτονται να γυρίσουν για να συμβάλλουν σε μια συνολική προσπάθεια. Τα κυβερνητικό «αφήγημα» στηρίζεται στην ακριβώς αντίθετη λογική: δημιουργώ με το ζόρι υπερβολικά πλεονάσματα, ώστε να μοιράζω, μέσου του κράτους, λίγα σε πολλούς, μπας και κάποιοι με θυμηθούν (και ξεχάσουν το παρελθόν μου) την ώρα της κάλπης. Αντί για την πραγματική οικονομία, η κυβέρνηση στηρίζει και στηρίζεται στην κομματική γαλαντομία –αλλά αυτό, ιδίως όταν η κυβέρνηση απέρχεται, το «αγοράζουν» όλο και λιγότεροι συμπολίτες μας, ακόμα και μεταξύ των θεωρητικά «ευεργετούμενων».
Ο τρίτος λόγος είναι πιο πολιτικός αλλά και ο πιο κρίσιμος για την πρόσληψη των μέτρων. Έχει το όνομα που παντού και πάντα καθορίζει τις πολιτικές εξελίξεις και τις εκλογικές αναμετρήσεις: εικόνα της κυβέρνησης. Στη δημοκρατία, που ταλαιπωρήθηκε αλλά μάλλον θα μείνει ζωντανή στην Ελλάδα, και ιδίως στα κοινοβουλευτικά συστήματα, η κυβέρνηση παίζει μόνη της εναντίον όλων –αυτή είναι η θεσμική συνέπεια της αντιπροσώπευσης, που μεγεθύνεται σε περιπτώσεις πλειοψηφικών εκλογικών συστημάτων: τις εξελίξεις καθορίζουν πολύ περισσότερο οι πράξεις και, ιδίως, οι παραλείψεις της κυβέρνησης παρά η στάση και οι εξαγγελίες της αντιπολίτευσης. Η πρώτη είχε την ευκαιρία να δείξει και κρίνεται αυστηρά αν έδειξε ελάχιστα και κυρίως αν κορόιδεψε ασύστολα. Η δεύτερη έχει την πολυτέλεια να αντιτίθεται και να συλλέγει την απογοήτευση, περιμένοντας να έρθει η ώρα να κριθεί και εκείνη βάσει έργων και όχι λόγων. Η απογοήτευση, σήμερα, από μια κυβέρνηση υποκρισίας, προχειρότητας, ψεμάτων, κωλοτουμπών, ψευδαισθήσεων και παραβιάσεων είναι τέτοια που ό,τι πλέον και να υποσχεθεί, όποια «ζαριά» κι αν ρίξει, της γυρνάει μπούμερανγκ. Κάτι που καθιστά πιο πιθανή την πτώση της αλλά και πιο δύσκολη την ανόρθωση της χώρας.