Φίλια πυρά
Φιλελευθερος 23/03/2018
Με τη στάση της, σε όλη τη διάρκεια της θητείας της, έναντι των θεσμών και της Δικαιοσύνης, η κυβέρνηση χάνει ακόμα και στις λίγες περιπτώσεις που έχει δίκιο.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η πρόσφατη, ακόμα μη δημοσιευμένη, απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας για τη διδασκαλία του μαθήματος των Θρησκευτικών είναι ιδεολογικά οπισθοδρομική και νομικά έωλη. Τίποτα στο Σύνταγμα μας, πόσο μάλλον στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, δεν οδηγεί, πόσο μάλλον δεν επιτάσσει, κατηχητικού τύπου διδασκαλία στα ελληνικά σχολεία. Αντίθετα, μέχρι τώρα, η ένταση ανάμεσα στο άρθρο 13 του Συντάγματος, που θεσπίζει την ανεξιθρησκία και την ισότητα όλων των θρησκειών, και στο άρθρο 16 παρ. 4, που κάνει λόγο για Παιδεία στραμμένη στην «ανάπτυξη (και) της θρησκευτικής συνείδησης», λυνόταν υπέρ της πρώτης και γενικότερης αρχής. Η δε ευρωπαϊκή εμπειρία και νομολογία πάγια προβάλλουν τη σημασία ελεύθερης και ισότιμης έκφρασης και διδασκαλίας σε σχέση με τις θρησκευτικές πεποιθήσεις, όποια και είναι η θέση της κάθε θρησκείας ή δόγματος εντός της εθνικής πολιτειακής οργάνωσης.
Η κυβέρνηση, και ιδίως ο προηγούμενος Υπουργός Παιδείας, μοιάζουν να πληρώνουν, σε αυτή την υπόθεση, μια σειρά δισταγμών και αντιφάσεων. Παρότι θεωρητικά «αριστερή», η κυβέρνηση απέκτησε και καλλιεργεί στενές σχέσεις με την οιονεί πολιτική ηγεσία της Εκκλησίας και εγκατέλειψε την πάγια θέση όλων των προοδευτικών δυνάμεων για καθαρό, όσο και φιλικό, χωρισμό Κράτους και Εκκλησίας. Αντίθετα, ο Υπουργός που επιχείρησε την ορθή μεταρρύθμιση στο μάθημα των Θρησκευτικών, «αδειάστηκε» από τον Πρωθυπουργό αμέσως μόλις ανέκυψε ζήτημα διαχωρισμού. «Φρόντισε» επίσης η κυβέρνηση, με σειρά παρεμβάσεων και ενεργειών που ξεπέρασαν το ανεκτό όριο, να βάλει απέναντι της σύσσωμο το Συμβούλιο της Επικρατείας, τη συντηρητική ηγεσία του οποίου η ίδια είχε επιλέξει. Το αποτέλεσμα είναι αυτό το εκκωφαντικό 20-5 σε ένα θέμα δευτερεύουσας πολιτικής αλλά ύψιστης συμβολικής σημασίας.
Τις ίδιες μέρες αυτής της ψυχρολουσίας η κυβέρνηση συνέχιζε το αντιθεσμικό της τροπάριο. Η υποψία αρκετών από εμάς ότι η “υπόθεση Novartis” είχε αποκλειστικό σκοπό τη δημιουργία εντυπώσεων και τη σπίλωση επιλεγμένων πολιτικών αντιπάλων δυστυχώς επιβεβαιώθηκε με την τροπή που πήραν οι εργασίας της ειδικής επιτροπής προκαταρκτικής εξέτασης. Παρά την αναμφίβολη εκ του Συντάγματος ανάθεση πλήρων ανακριτικών καθηκόντων και την υποχρέωση διερεύνησης της ουσίας της φερόμενης ενώπιον της υπόθεσης, η συγκεκριμένη επιτροπή αναλίσκεται σε θεωρητικές και τυπικιστικές δήθεν διερευνήσεις κι ετοιμάζεται να στείλει, χωρίς καν πόρισμα, την υπόθεση πίσω στη Δικαιοσύνη, μη τηρώντας ούτε τα προσχήματα: ούτε μάρτυρες εξετάζει, ούτε για την «αλήθεια» ενδιαφέρεται.
Αντίστοιχη δυσανεξία προκαλεί στην κυβέρνηση και η επανακίνηση, όχι μόνο από πολιτικές δυνάμεις αλλά και από μεγάλη μερίδα της επιστημονικής κοινότητας, μιας στοχευμένης και ουσιαστικής συνταγματικής μεταρρύθμισης. Παρόλο που υποτίθεται ότι την έχει στην ατζέντα της και κόπτεται για «κάθε άρθρο του Συντάγματος», πριν καταπατήσει βασικές αρχές του, η κυβέρνηση, αποκαλώντας «τεχνοκρατικές και απολίτικες» ώριμες από καιρό και αναγκαίες προτάσεις, δείχνει πώς αντιλαμβάνεται (και) την αναθεώρηση: ως ευκαιρία για επικοινωνιακά παιχνίδια, πολιτικό αντιπερισπασμό και ανέξοδη «αριστερή» ρητορεία.
Η οικουμενική αρχή ότι οι θεσμοί της Δημοκρατίας εκδικούνται εκείνους που δεν τους σέβονται έχει βρει, στη σημερινή Ελλάδα, την πιο εύγλωττη εικονογράφησή της.